ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βυζάνω (ρ.) βυζάνω [viˈzano] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. βυζάνου [viˈzanu] Μισθ., Σίλ. βυτζ̑άνω [viˈdʒano] Ουλαγ. βυζανίσ̑κω [vizaˈniʃko] Αραβαν. βυζάζω [viˈzazo] Τροχ. μυζάνω [miˈzano] Φερτάκ. Παρατατ. βύζανα [ˈvizana] Αραβαν., Μισθ., Φλογ. βυζάνισκα [viˈzaniska] Αραβ. Αόρ. βύζασα [ˈvizasa] Μαλακ., Μισθ., Σίλ. βύτζ̑ασα [ˈvidʒasa] Ουλαγ. Υποτ. βυζάσω [viˈzaso] Μισθ. βυζάξω [viˈzakso] Αραβαν., Μισθ., Φλογ. Προστ. Εν. βύζα [ˈviza] Αξ. Από το μεσν. ρ. βυζάνω. Για τον τύπ. μυζάνω, πβ. την τροπή [v>m] Φερτάκ., π.χ. μόλος = σβόλος < βόλος (βλ. και Dawkins 1916: 82). Πβ. όμως και το ήδη αρχ. ρ. μυζάω -ῶ = βυζάνω. O τύπ. βυζάζω αναλογ. κατά τα ρ. σε -άζω μέσω του κοινού αορ. σε -ασα.
1. Αμτβ., βυζαίνω, ρουφώ γάλα από μαστό ό.π.τ. : Εγώ ακούμα βυζάνω, λέει το αρνί (Εγώ βυζαίνω ακόμα, λέει το αρνί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πισ̑τικός ασ' τα χτηνιά τ' φέρ' ένα σαρι̂́ χτηνό γεννημένο· «Ετά βύζα το», λεγ̑', βυζάν' ντο (Ο βοσκός φέρνει από τις αγελάδες του μιά ξανθή αγελάδα που είχε γεννήσει· «Αυτήν βύζαξέ την», λέει, την βυζαίνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. (Έπρεπε) να βυζάσ' τ' αλχ'νό ντου χτηνού τσ̑ι να ντου νεξεράσ' του φίδ' ((Για να γίνει το πεντζεχίρι, έπρεπε) το φίδι να βυζάξει γάλα από το κόκκινο βόδι και να το ξεράσει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παίνισ̑κε σο μάνα τ' κονdά, άνοιζε το σαλάκα τ', γιχλάνdι̂ζε και άρχευε και βύζανε (Πήγαινε στην μάνα του κοντά, άνοιγε τον κόρφο της, καθόταν και άρχιζε και βύζαινε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γαλαχτίζω
2. Μτβ., παρέχω τον μαστό στο βρέφος για θηλασμό ό.π.τ. : Πεερά λέιξι «Ξέβα λίου όξου! Νύφ' βυζάν' ντου φσ̑άχ'! Ξέβα λίου όξου! Ε ογώ να κάτσου ντεετσά, νύφ' ας του βυζάξ' ντου φσ̑άχ'» (Η πεθερά έλεγε «Βγες λίγο έξω! Η νύφη βυζαίνει το μωρό! Βγες λίγο έξω! Ε εγώ θα κάτσω τώρα, η νύφη ας βυζάξει το μωρό») Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Bυζάνου τέκνους (Θηλάζω το μωρό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Bύτζ̑ασες το μı ντο φσ̑άχ'; (Θήλασες το μωρό;) Ουλαγ. -Κεσ. Bυζανίσ̑κω το φσ̑άχ' (Θηλάζω το μωρό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Θάλασσα βύζαναν ντου, τάχατις βύζαναν ντου τσ̑είι λιαρό (Στην θάλασσα το θήλαζαν, τάχα το θήλαζαν (σαν) να είναι ζωντανό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βύζασι μι πολύ μάνα μ', τρία χρόνια (Με βύζαξε πολύ η μάνα μου, τρία χρόνια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Η νύφη γύριζιν για να βυζάσ̑' ντου μικρό (Η νύφη γύριζε για να βυζάξει το μωρό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ