ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βύζαμα (ουσ. ουδ.) βύζαμα [ˈvizama] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. βύζαμα (Λεξ. Σομ. γρ. βίζαμα, βλ. λ. βίζασμα), το οπ. από το μεσν. ρ. βυζάνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Θηλασμός ό.π.τ. : Έκουψιν το βύζαμα (Έκοψε το βύζαγμα) Μισθ. -Κοτσαν. Ντου χτήνου ας έρτ' κρεύ' βύζαμα ντου τα̈νά (Η αγελάδα ας έρθει, θέλει βύζαγμα το μοσχάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ουμμά