ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βυζί (ουσ.) βυζί [viˈzi] Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. βυζ̑ί [viˈʒi] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. βυdζ̑ί [viˈdʒi] Ουλαγ. Από το μεταγν. ουσ. βύζιον ή βυζίον (DGE).
1. Μαστός ό.π.τ. : Η μητέρα έκοψε το βυζ̑ί τ' και το έπιασε (Η μητέρα έκοψε το βυζί της και το έβαλε στην θέση του (συκωτιού που έφαγε το σκυλάκι)) Γούρδ. -Dawk. Ω νημά! Μη φρουκαλαίν’ μο τα βυζία σου, ’α καφτούνται! (Ω μάνα! Μη σκουπίζεις με τα βυζιά σου, θα καούν!) Φάρασ. -Παπαδ. Σουλαΐζ' ντου κοτσί μ' απ' ντου βυζί μ' (Με πονά η θηλή μου) Μισθ. -Κοτσαν. Πααίνισκαν και πλύναν τα βυζ̑ά τ’, άμα δεν είχαν τα ναίκες γάλα (Πήγαιναν και έπλεναν τα βυζιά τους, ενν. στο πηγάδι, αν δεν είχαν οι γυναίκες γάλα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Για να του κόψουμ' ασ' του βυζί, χέκισ̑καμ' λίο πεπέρ' (Για να το αποκόψουμε από το βυζί, δηλ. το βύζαγμα, βάζαμε λίγο πιπέρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Εσ̑ύ να τρέξ̑εις να πιάεις το βυζ̑ί τ' να βυζάξ̑εις (Εσύ να τρέξεις να πιάσεις το βυζί της (ενν. της δράκαινας) να βυζάξεις) Αραβαν. -Φωστ. || Φρ. Βυζιού κ͑αλά (το κεφάλι του βυζιού˙ θηλή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κόφτω ασ' το βυζ̑ί (Κόβω απ' το βυζί˙ απογαλακτίζω) Μισθ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βάφ'κε μάνα τ' το βυζ̑ί (Άφησε το βυζί της μάνας του˙ απογαλακτίστηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ταυρι-έται το βυζί (Τραβιέται το βυζί˙ κόβεται το γάλα της γυναίκας που θηλάζει) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Το ντε κλαίγ̑' το φσ̑άχ', μάνα τ' βυζ̑ί ντεν ντο ντίν' (Στο μωρό που δεν κλαίει η μάνα του βυζί δεν του δίνει˙ αν δεν ζητήσεις κάτι, δεν θα σου το δώσουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το φσ̑άχ' αν ντε κλάψ̑', βυζ̑ί ντεν ντο ντίνουν (Στο μωρό που δεν κλαίει, βυζί δεν του δίνουν˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το μαχτσούμι τ' 'α μη κουάψει, βυζί τζ̑ο δίτουν ντα (Στο μωρό που δεν θα κλάψει, βυζί δεν του δίνουν˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαgαματίdζα
(Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην μασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματιά)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. μαστάρι
2. Πλαστικό θήλαστρο Μισθ. : Όλου τυρπί ηδούν ντου βυζί, μόνο που χάχτανα ντου ντετσιού μόλις άλμιζαν, ντου τανικιά (Όλο τρύπα ήταν το θήλαστρο, μόνο που το βάζανε εκεί μόλις άρμεγαν, στον τενεκέ (με το γάλα)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Είδος εδώδιμου χορταρικού Αξ., Μισθ. Πβ. σταυρογαλίνα