βυζασταριά
(ουσ. θηλ.)
βυζασταριά
[vizastaˈrʝa]
Ανακ., Αξ., Φλογ.
Από το διαλεκτ. ουσ. βυζαστάρης (< *βυζαστής + -άρης, θηλ. -αρέα > -αριά). Η λ. και Κρήτ. Λιβύσσ. Ρόδ. Μεγίστ. (ΙΛΝΕ, λ. βυζαστάρις). Πβ. ήδη νεότ. τύπ. βυζασταρά (Λεξ. Κριαρ.)