βρώμος
(ουσ. αρσ.)
βρώμος
[ˈvromos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
βρώμους
[ˈvromus]
Μαλακ., Μισθ.
Μεταγν. ουσ. βρῶμος.
1. Δυσοσμία, δυσάρεστη μυρωδιά
ό.π.τ.
:
Το κουποριά άσκημα βρωμεί· κουπώτ' λίγο στάχτση, ας κοπεί το βρώμος του
(Ο απόπατος βρωμά άσχημα. Χύστε λίγη στάχτη να κοπεί η βρώμα του)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ντο βρώμος πήρε ντ' ορταλι̂́κ'
(Η βρωμιά ξεχύθηκε παντού)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Τ' μύτ-τα τ' βρώμος ντε παίρ'
(Η μύτη του μυρωδιά δεν παίρνει˙ δεν παίρνει μυρωδιά, δεν καταλαβαίνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το σκόρντο έν-νε νύφ' και το βρώμος-ι-τ' σεράνdα μέρες ντε ξέβη
(Το σκόρδο έγινε νύφη και η βρώμα του σαράντα μέρες δεν βγήκε˙ ακόμα και το σκόρδο, όταν παντρεύτηκε, για σαράντα μέρες δεν έβγαλε την μυρωδιά του. Λέγεται για πεθερές και νύφες που κακώς αρχίζουν τα μαλώματα αμέσως μετά τον γάμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Με κλάνεις· αν γκλάσεις, το βρώμοζ-ου-τ' αψούσ̑κα ακούγεται
(Μην κλάνεις· αν κλάσεις, η βρώμα του γρήγορα γίνεται αντιληπτή˙ ό,τι επιλήψιμο κάνουμε στα κρυφά, γρήγορα θα φανερωθεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
βρώμημα, πάταγμα
2. Ακαθαρσία, βρωμιά
Αξ., Μισθ.
:
Ιτό τι βρώμους 'νι;
(Τι βρωμιά είναι αυτή;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ατσαλιά :1, λέρα, μποκλούχ, πισλίχι, ρύπος