ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρώμος (ουσ. αρσ.) βρώμος [ˈvromos] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. βρώμους [ˈvromus] Μαλακ., Μισθ. Μεταγν. ουσ. βρῶμος.
1. Δυσοσμία, δυσάρεστη μυρωδιά ό.π.τ. : Το κουποριά άσκημα βρωμεί· κουπώτ' λίγο στάχτση, ας κοπεί το βρώμος του (Ο απόπατος βρωμά άσχημα. Χύστε λίγη στάχτη να κοπεί η βρώμα του) Γούρδ. -Καράμπ. Ντο βρώμος πήρε ντ' ορταλι̂́κ' (Η βρωμιά ξεχύθηκε παντού) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Τ' μύτ-τα τ' βρώμος ντε παίρ' (Η μύτη του μυρωδιά δεν παίρνει˙ δεν παίρνει μυρωδιά, δεν καταλαβαίνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Το σκόρντο έν-νε νύφ' και το βρώμος-ι-τ' σεράνdα μέρες ντε ξέβη (Το σκόρδο έγινε νύφη και η βρώμα του σαράντα μέρες δεν βγήκε˙ ακόμα και το σκόρδο, όταν παντρεύτηκε, για σαράντα μέρες δεν έβγαλε την μυρωδιά του. Λέγεται για πεθερές και νύφες που κακώς αρχίζουν τα μαλώματα αμέσως μετά τον γάμο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Με κλάνεις· αν γκλάσεις, το βρώμοζ-ου-τ' αψούσ̑κα ακούγεται (Μην κλάνεις· αν κλάσεις, η βρώμα του γρήγορα γίνεται αντιληπτή˙ ό,τι επιλήψιμο κάνουμε στα κρυφά, γρήγορα θα φανερωθεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. βρώμημα, πάταγμα
2. Ακαθαρσία, βρωμιά Αξ., Μισθ. : Ιτό τι βρώμους 'νι; (Τι βρωμιά είναι αυτή;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ατσαλιά :1, λέρα, μποκλούχ, πισλίχι, ρύπος