ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρύπος (ουσ.) Ουδ. ρύπος [ˈripos] Αραβαν., Γούρδ. ρύπους [ˈripus] Φάρασ. ρούπους [ˈrupus] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. ῥύπος = βρωμιά.
Ακαθαρσία, λεκές ό.π.τ. : Φορτσιά ντου φορώνεις έχ' ρούπουϊα (το ρούχο που φοράς έχει λεκέδες) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ατσαλιά :1, βρώμος, λέρα :1, μποκλούχ, πισλίχι