ρύπος
(ουσ.)
Ουδ.
ρύπος
[ˈripos]
Αραβαν., Γούρδ.
ρύπους
[ˈripus]
Φάρασ.
ρούπους
[ˈrupus]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. ῥύπος = βρωμιά.
Ακαθαρσία, λεκές
ό.π.τ.
:
Φορτσιά ντου φορώνεις έχ' ρούπουϊα
(το ρούχο που φοράς έχει λεκέδες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ατσαλιά :1, βρώμος, λέρα :1, μποκλούχ, πισλίχι