ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρουφώ (ρ.) ρουφώ [ruˈfo] Γούρδ. ροφώ [roˈfo] Φλογ. ροφίζω [roˈfizo] Φάρασ. Παρατατ. ρόφωνα [ˈrofona] Φλογ. ρόφανα [ˈrofana] Μισθ., Φλογ. ροφίσκα [roˈfiska] Φάρασ. Αόρ. ρόφ’σα [ˈrofsa] Γούρδ., Φλογ. ρόφτσα [ˈroftsa] Φάρασ. Προστ. ρόφτσα [ˈroftsa] Φλογ. Από το αρχ. ρ. ῥοφῶ. Ο τύπ. ρουφώ μεσν.
Ρουφώ κάποιο υγρό ό.π.τ. : Ροφώ το οβγό (Ρουφάω το αβγό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Έκατσιν σου γιάν τσι ρόφανιν ντου γαϊφά τ’ (κάθισε στην γωνία και ρουφούσε τον καφέ του) Μισθ. -Κοτσαν.