ρουφώ
(ρ.)
ρουφώ
[ruˈfo]
Γούρδ.
ροφώ
[roˈfo]
Φλογ.
ροφίζω
[roˈfizo]
Φάρασ.
Παρατατ.
ρόφωνα
[ˈrofona]
Φλογ.
ρόφανα
[ˈrofana]
Μισθ., Φλογ.
ροφίσκα
[roˈfiska]
Φάρασ.
Αόρ.
ρόφ’σα
[ˈrofsa]
Γούρδ., Φλογ.
ρόφτσα
[ˈroftsa]
Φάρασ.
Προστ.
ρόφτσα
[ˈroftsa]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. ῥοφῶ. Ο τύπ. ρουφώ μεσν.
Ρουφώ κάποιο υγρό
ό.π.τ.
:
Ροφώ το οβγό
(Ρουφάω το αβγό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έκατσιν σου γιάν τσι ρόφανιν ντου γαϊφά τ’
(κάθισε στην γωνία και ρουφούσε τον καφέ του)
Μισθ.
-Κοτσαν.