ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ροματισμός (ουσ. αρσ.) ροματσισμός [romatsiˈzmos] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. ῥευματισμός.
Συνάχι Σίλ. : Έγηκα ροματσισμός (έπαθα συνάχι) Σίλ. -Κωστ.Σ.