ροματισμός
(ουσ. αρσ.)
ροματσισμός
[romatsiˈzmos]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. ῥευματισμός.
Συνάχι
Σίλ.
:
Έγηκα ροματσισμός
(έπαθα συνάχι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.