ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ροματισμός (ουσ. αρσ.) ροματσισμός [romatsiˈzmos] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. ῥευματισμός.
Συνάχι Σίλ. : Έγηκα ροματσισμός (Έπαθα συνάχι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. καταρροή, κατεβασιά :1, σιτμά
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025