ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρόιδι (ουσ. ουδ.) ρόιδι [ˈroiði] Φάρασ. ρόδι [ˈroði] Ποτάμ. Μεσν. ουσ. ῥόιδι, το οπ. από το μεταγν. ουσ. ῥοΐδιον (υποκορ. του αρχ. ουσ. ῥοιά = ροδιά).
1. Ρόδι : 'λτινά ρόιδα̈ (Κόκκινα ρόδια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Ασμ. Δείχνει τον μήλα, 'κ' έρχεται, ρόδα 'κε κατεβαίνει
Δείχνει τον τα χλωρά βερκιά, τρέχει και κατεβαίνει
(Του δείχνει μήλα, δεν έρχεται, ρόδια δεν κατεβαίνει
Του δείχνει τα τρυφερά βερίκοκκα, τρέχει και κατεβαίνει)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
2. Ροδιά