ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ροβίστρα (ουσ. θηλ.) ροβίστρα [roˈvistra] Αξ., Μισθ. Από το ουσ. ρόβι και παραγωγ. επίθμ. -ίστρα.
Χωράφι φυτεμένο με ρόβια Αξ. : || Ασμ. Έσπειρα ροβίστρα, σ̑ήκουσα φακουΐστρα
ήρτι ντου πουλίτσι, τώκα, τσάκουσα ντου γ̇ίτσι τ'
( Έσπειρα χωράφι με ρεβίθια, μάζεψα χωράφι με φακές,
ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, έσπασα το πόδι του)
Μισθ. -Κωστ.Μ.