ροβίστρα
(ουσ. θηλ.)
ροβίστρα
[roˈvistra]
Αξ., Μισθ.
Από το ουσ. ρόβι και παραγωγ. επίθμ. -ίστρα.
Χωράφι φυτεμένο με ρόβια
Αξ.
:
|| Ασμ.
Έσπειρα ροβίστρα, σ̑ήκουσα φακουΐστρα
ήρτι ντου πουλίτσι, τώκα, τσάκουσα ντου γ̇ίτσι τ' ( Έσπειρα χωράφι με ρεβίθια, μάζεψα χωράφι με φακές,
ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, έσπασα το πόδι του) Μισθ. -Κωστ.Μ.
ήρτι ντου πουλίτσι, τώκα, τσάκουσα ντου γ̇ίτσι τ' ( Έσπειρα χωράφι με ρεβίθια, μάζεψα χωράφι με φακές,
ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, έσπασα το πόδι του) Μισθ. -Κωστ.Μ.