ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρόγα (ουσ. θηλ.) ρόγα [ˈroɣa] Αξ. Νεότ. ουσ. ρόγα = μισθός, αμοιβή (Mackridge 2021: 49), από το μεσν. ουσ. ῥόγα = ελεημοσύνη < λατιν. roga.
Eξυπηρέτηση, ανατεθειμένη εργασία : 'μποίκεν εκεί τ' αρχώπ' ρόγα (έκανε εκείνου του ανθρώπου το κάμωμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.