ρόγα
(ουσ. θηλ.)
ρόγα
[ˈroɣa]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ρόγα = αμοιβή, μισθός (< λατιν. roga).
Δουλειά, εργασία
:
|| Φρ.
'μποίκεν εκεί τ' αρχώπ' ρόγα
(Έκανε εκείνου του ανθρώπου τη δουλειά˙ έκανε ό,τι συνήθιζε να κάνει εκείνος ο άνθρωπος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 15/09/2025