ρόγα
(ουσ. θηλ.)
ρόγα
[ˈroɣa]
Αξ.
Νεότ. ουσ. ρόγα = μισθός, αμοιβή (Mackridge 2021: 49), από το μεσν. ουσ. ῥόγα = ελεημοσύνη < λατιν. roga.
Eξυπηρέτηση, ανατεθειμένη εργασία
:
'μποίκεν εκεί τ' αρχώπ' ρόγα
(έκανε εκείνου του ανθρώπου το κάμωμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.