ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρόγα (ουσ. θηλ.) ρόγα [ˈroɣa] Αξ. Από το μεσν. ουσ. ρόγα = αμοιβή, μισθός (< λατιν. roga).
Δουλειά, εργασία : || Φρ. 'μποίκεν εκεί τ' αρχώπ' ρόγα (Έκανε εκείνου του ανθρώπου τη δουλειά˙ έκανε ό,τι συνήθιζε να κάνει εκείνος ο άνθρωπος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 15/09/2025