ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρόβι (ουσ. ουδ.) ρόβι [ˈrovi] Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Τσελτ., Τσουχούρ., Φάρασ. ρόβ' [rov] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Τροχ., Φλογ. ρόφ' [rof] Αξ. Πληθ. ρόβια [ˈrovʝa] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. Από το μεσν. ουρ. ρόβιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. ὀρόβιον, υποκορ. του αρχ. ὄροβος.
Είδος δημητριακού, αρακάς ό.π.τ. : Ρόβ' σπέριξαμ' ντου μουχώπουρου (Ρόβι σπέρναμε κάθε φθινόπωρο) Μισθ. -Κοτσαν. Το ρόβ' μαγίζεται (το ρόβι ξερριζώνεται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήφεραν, κόνωσαν εκεί κάτω λίο ρόφ' (έφεραν, λίγα ρόβια και τα διασκόρπισαν εκεί κάτω) Αξ. -Dawk. Πρώτα μάιζαμ' τα ρόβια, ύστερα τα κ'σάρια, ύστερα πιλιάρια, γέλλ'μα απ' του πιλιάρ' πίσω (Πρώτα θερίζαμε τα ρόβια, ύστερα τα κριθάρια, ύστερα τη βρόμη, το σιτάρι μετά από τη βρόμη) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Σώρουβαμ' ντα ρόβια μι δου χέρ', λέει (Μαζεύαμε τα ρόβια με τα χέρια, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μαδίσκανι το ρόβι, το ριβίθι το φακούδι, φτέγκαν ντα τεμάτα (Θέριζαν τον αρακά, το ρεβίθι, την φακή, τα έφτιαχναν δεμάτια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Ροβιού Σαρακοσ̑τή (Σαρακοστή του αρακά˙ Η νηστεία των Αγ. Αποστόλων, εποχή συγκομιδής του αρακά) Φάρασ., Ανακ. -Κωστ.Α. Του ροβιού το βούτ’ρο (Το βούτυρο της ρόβης˙ Θεραπευτικό υγρό για τις πληγές, το οπ. έβγαζε η ρόβη όταν ζεσταινόταν στην φωτιά) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. πουρτσάκ :1