ροδίζω
(ρ.)
ροδίζω
[roˈðizo]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ρ. ῥοδίζω = μοιάζω στο χρώμα ή την οσμή με ρόδο.
1. Ροδίζω
2. Κοκκινίζω
Συνών.
αλτινιάζω, αλτινίζω, γιζιλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 13/09/2025