ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρομάκκος (ουσ. αρσ.) ρομάκκος [roˈmakos] Φάρασ. Αγν. ετύμ. Kατά τον Καρολίδη, από την λ. μορέα, μόρον με αντιμετάθ., και το υποκορ. επίθμ. -όκκο. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. μοράκι = βατόμουρο (στην λεξικογραφία του 19ου αι.) και ν.ε. διαλεκτ. μουράκι = βατόμουρο (Απουλ. Κρήτ. Κύθηρ. κ.α.), μουρακίδα = μούρο (Πελοπόννησος).
1. Αγριομουριά
2. O καρπός της αγριομουριάς