ρουφέτι
(ουσ. ουδ.)
ρουφέτι
[ruˈfeti]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. ρουφέτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hirfet = α) τέχνη β) επάγγελμα γ) συμμετοχή σε συντεχνία.
Συντεχνία, ένωση επαγγελματιών
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025