ροθυμώ
(ρ.)
ροθυμώ
[roθiˈmo]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ροθυμάου
[roθiˈmau]
Φάρασ.
αροθυμώ
[aroθiˈmo]
Σινασσ.
Αόρ.
ροθύμ'σα
[roˈθimsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ῥαθυμῶ = τεμπελιάζω, αδρανώ. Η προσθήκη του προθετ. α- μεσν. και η τροπή [a] > [o] νεότ. Βλ. ΙΛΝΕ, Κριαράς, λ. ἀραθυμῶ.
Επιθυμώ, νοσταλγώ
ό.π.τ.
:
Ο χωρίος ροθύμ'σε σε
(Το χωριό σε πεθύμησε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
’γώ ροθύμ’σα τα κορ’τσ̑όκκα, χαζιρλάτει λιά’α τεπερίδα να υπάου ντα γιοχλατίσου
(Εγώ πεθύμησα τις κορούλες μας, ετοίμασε λίγες προμήθειες να πάω να τις χαιρετίσω)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
θέλω :1, ιστεντίζω, λαχταρίζω :3, ντιλεντίζω :1, χαβασλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025