ρωγί
(ουσ. ουδ.)
ρωγί
[ˈroʝi]
Μαλακ., Φάρασ.
ρωίν
[roˈin]
Φάρασ.
ρωί
[roˈi]
Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ρῶγα = καρπός του σταφυλιού (< αρχ. ουσ. ῥῶξ) και το παραγωγ. επίθμ.-ί(ν). Η σημ. 2 νεότ.
1. Ρώγα σταφυλιού
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
:
|| Παροιμ.
Ο τατάς τον υιόν ντου χάρ’τσεν ντ’ αμbέλι του, ο υιός τον ντατάν του α ρω’ίν τζ̑ο δώτσ̑εν ντα
(Ο πατέρας στον γιο του χάρισε το αμπέλι, ο γιος στον πατέρα του μιά ρώγα δεν του έδωσε˙ Για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κοκκί :5, τενές :1
2. Θηλή
Μαλακ., Σινασσ.
:
|| Φρ.
Τ͑υφλό ρωί
(Τυφλή ρώγα˙ λεγόταν για τις βυζάστρες, επειδή «κατέβαζαν» πολύ γάλα, διαθέτοντάς το αδιακρίτως ("τυφλά") για όποιο παιδί πληρώνονταν)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
Συνών.
κοκκί :6
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025