ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρωγί (ουσ. ουδ.) ρωγί [ˈroʝi] Φάρασ. ρωίν [roˈin] Φάρασ. ρωί [roˈi] Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. ρῶγα = καρπός του σταφυλιού (< αρχ. ουσ. ῥῶξ) και το παραγωγ. επίθμ.-ί(ν). Η σημ. 2 νεότ.
1. Ρώγα σταφυλιού Φάρασ., Φλογ. : || Παροιμ. Ο τατάς τον υιόν ντου χάρ’τσεν ντ’ αμbέλι του, ο υιός τον ντατάν του α ρω’ίν τζ̑ο δώτσ̑εν ντα (Ο πατέρας στον γιο του χάρισε το αμπέλι, ο γιος στον πατέρα του μιά ρώγα δεν του έδωσε˙ Για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Θηλή Σινασσ. : || Φρ. τ͑υφλό ρωί (τυφλή ρώγα˙ Λεγόταν για τις βυζάστρες, επειδή «κατέβαζαν" πολύ γάλα, διαθέτοντάς το αδιακρίτως ("τυφλά") για όποιο παιδί πληρώνοννταν) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ.