ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρωγί (ουσ. ουδ.) ρωγί [ˈroʝi] Μαλακ., Φάρασ. ρωίν [roˈin] Φάρασ. ρωί [roˈi] Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. ρῶγα = καρπός του σταφυλιού (< αρχ. ουσ. ῥῶξ) και το παραγωγ. επίθμ.-ί(ν). Η σημ. 2 νεότ.
1. Ρώγα σταφυλιού Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. : || Παροιμ. Ο τατάς τον υιόν ντου χάρ’τσεν ντ’ αμbέλι του, ο υιός τον ντατάν του α ρω’ίν τζ̑ο δώτσ̑εν ντα (Ο πατέρας στον γιο του χάρισε το αμπέλι, ο γιος στον πατέρα του μιά ρώγα δεν του έδωσε˙ Για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κοκκί :5, τενές :1
2. Θηλή Μαλακ., Σινασσ. : || Φρ. Τ͑υφλό ρωί (Τυφλή ρώγα˙ λεγόταν για τις βυζάστρες, επειδή «κατέβαζαν» πολύ γάλα, διαθέτοντάς το αδιακρίτως ("τυφλά") για όποιο παιδί πληρώνονταν) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. Συνών. κοκκί :6
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025