ρωγί
(ουσ. ουδ.)
ρωγί
[ˈroʝi]
Φάρασ.
ρωίν
[roˈin]
Φάρασ.
ρωί
[roˈi]
Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ρῶγα = καρπός του σταφυλιού (< αρχ. ουσ. ῥῶξ) και το παραγωγ. επίθμ.-ί(ν). Η σημ. 2 νεότ.
1. Ρώγα σταφυλιού
Φάρασ., Φλογ.
:
|| Παροιμ.
Ο τατάς τον υιόν ντου χάρ’τσεν ντ’ αμbέλι του, ο υιός τον ντατάν του α ρω’ίν τζ̑ο δώτσ̑εν ντα
(Ο πατέρας στον γιο του χάρισε το αμπέλι, ο γιος στον πατέρα του μιά ρώγα δεν του έδωσε˙ Για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Θηλή
Σινασσ.
:
|| Φρ.
τ͑υφλό ρωί
(τυφλή ρώγα˙ Λεγόταν για τις βυζάστρες, επειδή «κατέβαζαν" πολύ γάλα, διαθέτοντάς το αδιακρίτως ("τυφλά") για όποιο παιδί πληρώνοννταν)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.