ρώτημα
(ουσ. ουδ.)
ρώτημα
[ˈrotima]
Ουλαγ., Φάρασ.
ρώτσ̑ημα
[ˈrotʃima]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
ρώτεμα
[ˈrotema]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ἐρώτημα με αποβολή του αρκτ. άτονου [e]. Ο τύπ. ρώτσ̑ημα με ουράνωση του [t].
Τροποποιήθηκε: 08/07/2025