ρώτημα
(ουσ. ουδ.)
ρώτημα
[ˈrotima]
Ουλαγ., Φάρασ.
ρώτσ̑ημα
[ˈrotʃima]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
ρώτεμα
[ˈrotema]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ρώτημα, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἐρώτημα με αποβολή του αρκτ. άτονου [e]. Ο τύπ. ρώτσ̑ημα με ουράνωση του [t].
Ερώτημα
ό.π.τ.