ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρώτημα (ουσ. ουδ.) ρώτημα [ˈrotima] Ουλαγ., Φάρασ. ρώτσ̑ημα [ˈrotʃima] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. ρώτεμα [ˈrotema] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ρώτημα, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἐρώτημα με αποβολή του αρκτ. άτονου [e]. Ο τύπ. ρώτσ̑ημα με ουράνωση του [t].
Ερώτημα ό.π.τ.