ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τενές (ουσ. αρσ.) τενές [teˈnes] Τσουχούρ., Φάρασ. ντενέ [deˈne] Ουλαγ., Φάρασ. Πληθ. τενέδα [teʹneða] Φάρασ. ντενέδια [deˈneðʝa] Φλογ. ντενέα [deˈnea] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. tane (< περσ. dāne), όπου και διαλεκτ. τύπ. dene = α) σπόρος ή κουκούτσι β) κομμάτι ή μονάδα γ) σφαίρα ή οβίδα.
1. Κομμάτι, μονάδα Φάρασ., Φλογ. : Ηύρανε τέσερα ντενέδια αθρώπ’ (Βρήκαν τέσσερις ανθρώπους) Φλογ. -Dawk. Όζαμαν κυρφάς για κονώνουν ένα ντενέ χώμα και αρμώνται (Κάποτε κρυφά ρίχνουν ένα κομμάτι (μια ποσότητα) χώμα και το σκεπάζουν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Σπόρος Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Μπασ̑λάτ'σαν να φάν το κιγιάρ· τό ’ναν ντο ντενέ έν'νε ντίλκι (Άρχισαν να τρώνε το κριθάρι· ο ένας σπόρος έγινε αλεπού) Ουλαγ. -Dawk. Ατσ̑είνα τα χρόνα νε α τενές τσ̑ο να υπά χαράι (Εκείνα τα χρόνια ούτε ένας σπόρος (δεν άφηναν) να πάει χαράμι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
β. Ρώγα σταφυλιού Ουλαγ. : Απ’ το τζ̑ινgίλ γκοπάρα ερυό ντενέα (Από το τσαμπί κόψε δυο ρώγες ) Ουλαγ. -Κεσ.