ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντενέ (ουσ. ουδ.) ντενέ [deˈne] Ουλαγ. τενές [teˈnes] Φάρασ. Πληθ. ντενέδια [deˈneðʝa] Φλογ. ντενέα [deˈnea] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. tane= α) οβίδα β) κομμάτι γ) σπόρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. dane και dene.
1. Κομμάτι, μονάδα Φάρασ., Φλογ. : Ηύρανε τέσερα ντενέδια αθρώπ’ (Βρήκαν τέσσερις ανθρώπους) Φλογ. -Dawk.
2. Σπόρος Ουλαγ. : Μπασ̑λάτ'σαν να φάν το κιγιάρ· τόναν ντο ντενέ έν'νε ντίλκι (Άρχισαν να τρώνε το κριθάρι· ο ένας σπόρος έγινε αλεπού) Ουλαγ. -Dawk.
β. Ρώγα σταφυλιού Ουλαγ. : Απ’ το τζ̑ινgίλ γκοπάρα ερυό ντενέα (από το τσαμπί κόψε δυο ρώγες ) Ουλαγ. -Κεσ.