τενές
(ουσ. αρσ.)
τενές
[teˈnes]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ντενέ
[deˈne]
Ουλαγ., Φάρασ.
Πληθ.
τενέδα
[teʹneða]
Φάρασ.
ντενέδια
[deˈneðʝa]
Φλογ.
ντενέα
[deˈnea]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. tane (< περσ. dāne), όπου και διαλεκτ. τύπ. dene = α) σπόρος ή κουκούτσι β) κομμάτι ή μονάδα γ) σφαίρα ή οβίδα.
1. Κομμάτι, μονάδα
Φάρασ., Φλογ.
:
Ηύρανε τέσερα ντενέδια αθρώπ’
(Βρήκαν τέσσερις ανθρώπους)
Φλογ.
-Dawk.
Όζαμαν κυρφάς για κονώνουν ένα ντενέ χώμα και αρμώνται
(Κάποτε κρυφά ρίχνουν ένα κομμάτι (μια ποσότητα) χώμα και το σκεπάζουν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Σπόρος
Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Μπασ̑λάτ'σαν να φάν το κιγιάρ· τό ’ναν ντο ντενέ έν'νε ντίλκι
(Άρχισαν να τρώνε το κριθάρι· ο ένας σπόρος έγινε αλεπού)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ατσ̑είνα τα χρόνα νε α τενές τσ̑ο να υπά χαράι
(Εκείνα τα χρόνια ούτε ένας σπόρος (δεν άφηναν) να πάει χαράμι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
β.
Ρώγα σταφυλιού
Ουλαγ.
:
Απ’ το τζ̑ινgίλ γκοπάρα ερυό ντενέα
(Από το τσαμπί κόψε δυο ρώγες
)
Ουλαγ.
-Κεσ.