τεμπεχλέτημα
(ουσ. ουδ.)
τ͑εμbεχλέτημα
[tʰembeˈxletima]
Φάρασ.
Από το ρ. τεμπεχλετώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Παραγγελία
Συνών.
παραγγελιά, σιμπαρίτς, τεμπίχι
2. Σύσταση