τεμπισλί
(επίθ.)
τεμbισ̑λί
[tembiʃˈli]
Ουλαγ.
Aπό το τουρκ. επίθ. tembihli = α) προειδοποημένος β) δασκαλεμένος.
Αυτός που βρίσκεται υπό εντολές
:
Ογώ απ' ντο βαβά μ' τεμπισ̑λί μαι
(Εγώ έχω λάβει μιά εντολή από τον πατέρα μου)
Ουλαγ.
-Dawk.