τενελετίζω
(ρ.)
τενελετίζου
[teneleˈtizu]
Φάρασ.
τενελέτ’σα
[teneˈletsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tanelemek (αόρ. taneledi) = α) ξεχωρίζω τους σπόρους β) διαλεκτ., για ζώο, αρρωσταίνω, τρώγοντας πολλούς σπόρους.
Για ζώο, αρρωσταίνω με διάρροια γιατί έφαγα πολλούς κόκκους
ό.π.τ.