ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρόντημα (ουσ. ουδ.) βρόνdεμα [ˈvrondema] Φάρασ. 'ρόνdημα [ˈrondima] Μισθ. 'ρόνdισμα [ˈrondizma] Αξ. 'ρόνdουσμα [ˈronduzma] Αξ. Αρχ. ουσ. βρόντημα. Ο τύπ. βρόντισμα από τον τύπ. βροντίζω του ρ. βροντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βροντή ό.π.τ. : Του τουφαγκίουν σας οι κρότοι 'α δεβούν στα ρουσ̑ία τζ̑αι στις χάιτσοι 'ποπάνου τζ̑αι 'α 'νdαραγούν μο τα 'πεμεινά του Ρωμίουν τις κρότοι τζ̑αι 'α 'ινούν βροντέματα τζ̑αι αστραπές (Των τουφεκιών σας οι κρότοι ας διαβούν τα βουνά και τους κάμπους κι αν ανακατωθούν με τους κρότους των άλλων Ρωμιών και θα γίνουν βροντές κι αστραπές) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Ανακρούσ' λίου, ρονdίσ' ένα 'ρόντημα (Άκου λίγο, βροντάει μιά βροντή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. βροντή, κουρουλτούς :2