ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βύθος (ουσ. ουδ.) βύθος [ˈviθos] Γούρδ. Νεότ. ουσ. βύθος, το οπ. από το μεσν. ρ. βυθίζομαι = πέφτω σε λήθαργο, κοιμούμαι, ναρκώνομαι (βλ. Κριαρ., λ. βυθίζω) αναλογ. προς το βάθος.
Η κατάσταση νάρκης, λήθαργου λόγω εξάντλησης, ασθένειας ή συναισθηματικής επιβάρυνσης.