βύθος
(ουσ. ουδ.)
βύθος
[ˈviθos]
Γούρδ.
Νεότ. ουσ. βύθος, το οπ. από το μεσν. ρ. βυθίζομαι = πέφτω σε λήθαργο, κοιμούμαι, ναρκώνομαι (βλ. Κριαρ., λ. βυθίζω) αναλογ. προς το βάθος.
Η κατάσταση νάρκης, λήθαργου λόγω εξάντλησης, ασθένειας ή συναισθηματικής επιβάρυνσης.