υστεριανάς
(επίρρ.)
υστεριανάς
[isterʝaˈnas]
Σίλ.
Από αμάρτ. επίθ. υστεριανός, από το επίρρ. ύστερα και το παραγωγ. επίθμ. -ιανός., πβ. και νεότ. ουσ. ὑστεριά = τέλος. Για τον σχηματ. πβ. αψουτσικανάς.