ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υστεριανάς (επίρρ.) υστεριανάς [isterʝaˈnas] Σίλ. Από αμάρτ. επίθ. υστεριανός, από το επίρρ. ύστερα και το παραγωγ. επίθμ. -ιανός., πβ. και νεότ. ουσ. ὑστεριά = τέλος. Για τον σχηματ. πβ. αψουτσικανάς.
Ύστερα, αργότερα : Περπατούσ̑ι ν̑ΰγου, κι υστεριανάς έρσ̑ιτι χαρσ̑ού τους άλλ' εις παπάς (Περπατούν λίγο, και αργότερα συναντούν άλλον έναν παπά) Σίλ. -Dawk.JHS Συνών. απεκεί, απεκειά, σόνγκρα, ύστερα, υστέρου