υστερνός
(επίθ.)
υστερινό
[isteriˈno]
Φκόσ.
υστερ΄νός
[isterˈnos]
Σίλ.
υστερνό
[isterˈno]
Γούρδ., Ποτάμ., Φλογ.
υστερνού
[isterˈnu]
Φλογ.
στερνός
[sterˈnos]
Φάρασ.
υστρανό
[istraˈno]
Μαλακ.
Πληθ.
υστερνά
[isterˈna]
Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
στερνά
[sterˈna]
Μαλακ.
Από το μεσν. επίθ. ὑστερινός = τελευταίος, το οπ. από το επίρρ. ὕστερα και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Τελευταίος, στερνός
ό.π.τ.
:
Τα υστερινά χρόνια
(Τα τελευταία χρόνια)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Ασ' υστερνού τ΄ ογτομάδα ένα ογτομάδα ομbρό
(Mια βδομάδα πριν την τελευταία εβδομάδα, δηλ. την προτελευταία εβδομάδα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Να 'ινεί το στερνό σου το χατίρι
(Να πραγματοποιηθεί η τελευταία σου επιθυμία)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Kαλά υστερνά!
(Καλά στερνά!˙ Ευχή για ειρηνικό θάνατο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ασ' έρτουν τα υστερνά σ' καλά
(Ας έρθουν καλά τα στερνά σου˙ το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
'νανόστου του 'α νά 'ρτει σο στερνό σου τσ̑αι στέρου ποίκ' τ’ όργο
(Αναλογίζου τι θα έρθει στην στερνή σου ώρα και μετά κάνε τη δουλειά˙ Πρέπει να σκεφτόμαστε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των ενεργειών μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.