οντζύλ
(επίθ.)
ο̈ντζίλ
[ønˈdzil]
Μαλακ.
οξΰλ
[oˈksyl]
Φλογ.
οξούλ
[oksul]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. öncül = α) μπροστάρης β) αυτός που αρχίζει πρώτος γ) διαλεκτ., σε παιχνίδι, η μάνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. ökcül (με την σημ. β) και ökcülü (με την σημ. γ).
1. Ως επίθ., πρώτος
Μαλακ.
2. Ως ουσ., είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούσαν με ξύλα να χτυπήσουν ένα κότσι, το οποίο φύλαγε άλλος παίκτης
Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025