οντζίλ
(επίθ.)
ο̈ντζίλ
[ønˈdzil]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. öncül = α) προϋπόθεση β) ως διαλεκτ. σημ., πρώτος.
Πρώτος
Μαλακ.