ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ονικιλέρης (ουσ. αρσ.) ονικ͑ιλέρης [onikʰiˈleris] Φάρασ. ονικιλέρ’ [onici'ler] Φάρασ. ονικ͑’λέρ’ [oniˈkʰler] Φάρασ. Πληθ. ονικιλέροι [onici'leri] Αφσάρ., Φάρασ. ονικ'λέροι [oniˈkleri] Φάρασ. Από το τουρκ. onikiler = δώδεκα, πβ. onikiler meclisi = το συμβούλιο των δώδεκα.
Ο καθένας από τα δώδεκα μέλη του συμβουλίου Αφσάρ., Φάρασ. : Σηκώθη, στρίνξε τιζ νομάτοι, τη δωδεκάδα, τιζ ονικιλέροι (σηκώθηκε, κάλεσε τους ανθρώπους, τη δωδεκάδα, τους δώδεκα) Φάρασ. -Dawk.