ονικιλέρης
(ουσ. αρσ.)
ονικ͑ιλέρης
[onikʰiˈleris]
Φάρασ.
ονικιλέρ’
[onici'ler]
Φάρασ.
ονικ͑’λέρ’
[oniˈkʰler]
Φάρασ.
Πληθ.
ονικιλέροι
[onici'leri]
Αφσάρ., Φάρασ.
ονικ'λέροι
[oniˈkleri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. onikiler = δώδεκα, πβ. onikiler meclisi = το συμβούλιο των δώδεκα.
Ο καθένας από τα δώδεκα μέλη του συμβουλίου
Αφσάρ., Φάρασ.
:
Σηκώθη, στρίνξε τιζ νομάτοι, τη δωδεκάδα, τιζ ονικιλέροι
(σηκώθηκε, κάλεσε τους ανθρώπους, τη δωδεκάδα, τους δώδεκα)
Φάρασ.
-Dawk.