κοιτάζω ( ρ.
)
κοιτάζου
[ciˈtazu]
Μισθ., Σίλ.
κοιτώ
[ciˈto]
Μισθ.
Προστ.
κοίτακ’
[ˈcitak]
Φάρασ.
...
κόκα (II)
(ουσ. θηλ.)
κόκα
[ˈkoka]
Φάρασ.
Από το ουσ. κόκι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Ρίζα