ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοιμίζω (ρ.) κοιμίζω [ciˈmizo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ. κοιμίζου [ciˈmizu] Μαλακ., Σίλ. τσ̑οιμίζω [tʃiˈmizo] Φάρασ. τσ̑οιμίζου [tʃiˈmizu] Μισθ. Παρατατ. κοίμιζα [ˈcimiza] Ανακ. Αόρ. κοίμ’σα [ˈcimsa] Μαλακ., Φλογ. τζ̑οίμ'σα [ˈdʒimsa] Μισθ. Παθ. κοιμάμαι [ciˈmame] Ουλαγ. κοιμάμι [ciˈmami] Σίλ. Μτχ. κοιμισμένος [cimiˈzmenos] Αξ. Αρχ. ρ. κοιμίζω.
1. Κοιμίζω, βάζω κάποιον να κοιμηθεί Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ. : Τσ̑οιμίζου το κ’λάτσ’ (Κοιμίζω το παιδί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κοιμίζω τα μικρά στο πλυμένο και τυφερό στρώσι τουν (Κοιμίζω τα μικρά παιδιά στο πλυμένο και μαλακό στρώμα τους) Γούρδ. -Καράμπ. Έστρωσιν ντου στρώσ̑ι τ’, κοίμ’σιν ντου (Της έστρωσε το κρεβάτι και την έβαλε να κοιμηθεί) Μαλακ. -Dawk. Σε κοιμίσου τέκνους μου (Θα κοιμίσω το παιδί μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα παιδιά μας σο χώμα κοίμιζαμ' τα· φέρισ̑καμ' χώμα, άμμος, εμείς χωρίς άμμος παιδιά δεν κοίμιζαμ' (Τα παιδιά μας τα κοιμίζαμε σε χωμάτινη επιφάνεια· φέρναμε χώμα, άμμο. Εμείς χωρίς άμμο παιδιά δεν κοιμίζαμε) Ανακ. -Cost.
β. Ειδικότ., βοηθώ κάποιον κατά την κατάκλιση του (ξέντυμα, σκέπασμα κτλ.) Αξ.
2. Κοιμίζω, δίνω κατάλυμα για την νύχτα κ.α., Μαλακ., Φλογ. : Καλά, να του φαγίσ’, να του κοιμίσ’, να του νίψ’ (Καλά να την ταϊσεις, να της προσφέρεις κατάλυμα, να την πλύνεις) Μαλακ. -Dawk. Δώκεν dόνε έφαγεν ένα πινέκ’ λόρος με ωβά σουγγάτος και ένα κ’λούρ’ ψωμί και κοίμισέν ντονε στα κ’θενά τους (Του έδωσε και έφαγε ένα πιάτο μυτζήθρα με αβγά σφουγγάτο και μιά κουλούρα ψωμί και τον έβαλε να κοιμηθεί στους βοηθητικούς χώρους του σπιτιού) Σινασσ. -Τακαδόπ. Εψές σπίτ’ μας ήρτεν σαράφος με το ναίκα τ’ μισαφίρ, και το μπαχτσ̑ά κοίμ’σα τα (Χτες το βράδυ ήρθε στο σπίτι μας ένας αργυραμοιβός με την γυναίκα του ως επισκέπτες και τους έβαλα να κοιμηθούν στον κήπο) Φλογ. -Dawk.
3. Βάζω κάποιον σε πλάγια θέση, ξαπλώνω κάποιον χάμω ή ρίχνω χάμω Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φάρασ. : Κοίμ’σε ντο ’βάλ’ γκαι νο'ο φάξ’τον (Ξάπλωσε χάμω το βουβάλι και θα το έσφαζε) Ουλαγ. -Κεσ. Έπιασαν ντο το γαμbρό και σκότωσάν ντο και κοίμισαν ντο 'ς το τ͑εμέλ' (Τον έπιασαν τον γαμπρό και τον σκότωσαν και τον ξάπλωσαν στο θεμέλιο του σπιτιού) Ανακ. -Κωστ.Α. Τζ̑οιμίζω τα ν'dα φσάξω το βόιδι (Ξαπλώνω κάτω από το βόδι για να το σφάξω) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Ήρθε σέλης, πάτ’σεν τα τουρλάδια μας, όλα τα κοίμιζεν, τα πέγαζεν (Ήρθε ο χείμαρρος, έπληξε τα χωράφια μας, όλα (ενν. τις καλλιέργειες) τα έρριχνε κάτω, τα παράσερνε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Να το κα'ίσουμ’ ή να του τσ̑οιμίσουμ’ (Να τον βάλουμε σε καθιστή θέση ή να τον κοιμίσουμε, δηλ. να τον ξαπλώσουμε˙ η ερώτηση απευθυνόταν σε νέα παπαδιά όταν έθαβαν τον παπά σύζυγό της, η οποία αν απαντούσε να τον βάλουν καθιστό εξέφραζε την πρόθεσή της να μην ξαναπαντρευτεί) Μισθ. -Κωστ.Μ.
4. Καταθέτω χρήματα Αξ., Ουλαγ., Φλογ. : Κοιμίζω παρέγια (Καταθέτω χρήματα. Πβ. (para) yatırmak = κατατίθενται χρήματα) Ουλαγ. -Φωστ.-Κεσ. Κοιμίζω κομμένα ’ς το σανdίχ’ (Καταθέτω χρήματα στο δημόσιο ταμείο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα παράδια τ' κοίμ'σε τα σο πάνκα (Τα λεφτά του τα κατέθεσε στην τράπεζα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Χιργιόζ-ουμ κοίμ’σα το (Κοίμισα το χρέος˙ πλήρωσα το χρέος μου/ειδικότ., εξαργυρώνω γραμμάτιο πριν την λήξη του χωρίς να μου ζητήσουν νόμιμη υφαίρεση, για να φανὠ συνεπής σε εμπορική συναλλαγή μου) Αξ. -Μαυροχ.
5. Δημιουργώ καταβολάδες Ανακ., Αραβαν. : Κοιμίζουμ' τα κλήματα, κάνουμ' γιατουρμά (Κοιμίζουμε τα κλήματα, κάνουμε καταβολάδες) Ανακ. -Κωστ.Α. Κοιμίζω το φυτό (Κοιμίζω το αμπέλι, βάζω καταβολάδες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πβ. γιατιρμάς