ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόκκαλο (ουσ. ουδ.) κόκκαλο [ˈkokalo] Ανακ., Γούρδ. κόκκαλου [ˈkokalu] Μισθ. Μεσν. ουσ. κόκκαλον = οστό.
Kόκκαλο ό.π.τ. : Πτεριού μ’ ντου κόκκαλου (Το κόκκαλο του ποδιού μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Του μέσ̑ης το κόκκαλο (Το κόκκαλο της μέσης˙ η ραχοκοκκαλιά) Ανακ. -Κωστ.Α. Μεσ’ / μέσας ντου κόκκαλου (Το κόκκαλο της μέσης˙ το ίδιο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα κόκκαλα τ’ φαινέχαν (Τα κόκκαλά του φάνηκαν˙ αδυνάτισε υπερβολικά) Γούρδ. -Καράμπ. Το έχει ντου κόκκαλο τ’ (Το έχει το κόκκαλό του˙ Είναι στην φύση του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. κεμίκι :1, οστό :1, οστούδι