κόκκαλο
(ουσ. ουδ.)
κόκκαλο
[ˈkokalo]
Ανακ., Γούρδ.
κόκκαλου
[ˈkokalu]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. κόκκαλον = οστό.
Kόκκαλο
ό.π.τ.
:
Πτεριού μ’ ντου κόκκαλου
(Το κόκκαλο του ποδιού μου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Του μέσ̑ης το κόκκαλο
(Το κόκκαλο της μέσης˙ η ραχοκοκκαλιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Μεσ’ / μέσας ντου κόκκαλου
(Το κόκκαλο της μέσης˙ το ίδιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα κόκκαλα τ’ φαινέχαν
(Τα κόκκαλά του φάνηκαν˙ αδυνάτισε υπερβολικά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Το έχει ντου κόκκαλο τ’
(Το έχει το κόκκαλό του˙ Είναι στην φύση του)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
κεμίκι :1, οστό :1, οστούδι