κουκράτημα
(ουσ. ουδ.)
κ͑ουκ͑ράτημα
[kʰuˈkʰratima]
Φάρασ.
Από το ρ. κοκρεντίζω, όπου και τύπ. κ͑ουκ͑ρατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Άφρισμα