κολές
(ουσ. αρσ.)
κολές
[koˈles]
Σινασσ., Φάρασ.
κολέ
[koˈle]
Μαλακ.
κολα̈́ς
[koˈlæs]
Αφσάρ.
κοελα̈́ς
[koeˈlæs]
Κίσκ.
Πληθ.
κολέδια
[koˈleðʝa]
Μαλακ.
Θηλ.
κ͑ολέσα
[kʰoˈlesa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kο̈le = δούλος. Το θηλ. κ͑ολέσα από το αρσ. κολές και το θηλ. επίθμ. -α.
Δούλος, σκλάβος, αιχμάλωτος
ό.π.τ.
:
Αμέ! Να μη μάθ' η ναίκα γράμματα· σ̑ίλια χρόνια να σταθεί κ͑ολέσα σους άντρους
(Α βέβαια! Να μη μάθει η γυανείκα γράμματα· χίλια χρόνια θα μείνει σκλάβα στους άντρες)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
Συνών.
γεσίρης :1, γούλι, δούλος :1, χιζμετκιάρης