ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολές (ουσ. αρσ.) κολές [koˈles] Σινασσ., Φάρασ. κολέ [koˈle] Μαλακ. κολα̈́ς [koˈlæs] Αφσάρ. κοελα̈́ς [koeˈlæs] Κίσκ. Πληθ. κολέδια [koˈleðʝa] Μαλακ. Θηλ. κ͑ολέσα [kʰoˈlesa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kο̈le = δούλος. Το θηλ. κ͑ολέσα από το αρσ. κολές και το θηλ. επίθμ. .
Δούλος, σκλάβος, αιχμάλωτος ό.π.τ. : Αμέ! Να μη μάθ' η ναίκα γράμματα· σ̑ίλια χρόνια να σταθεί κ͑ολέσα σους άντρους (Α βέβαια! Να μη μάθει η γυανείκα γράμματα· χίλια χρόνια θα μείνει σκλάβα στους άντρες) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. Συνών. γεσίρης :1, γούλι, δούλος :1, χιζμετκιάρης