ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοκκολογώ (ρ.) κοκκολογώ [kokoˈloɣo] Σινασσ., Τζαλ. Μεταγν. ρ. κοκκολογέω-ῶ = κοσκινίζω κόκκους σιταριού.
Μαζεύω κόκκους ή ρώγες σταφυλιού ό.π.τ. : || Ασμ. Ήρθεν το πουλίτσι να κοκκολογήσει (Ήρθε το πουλάκι να τσιμπολογήσει κόκκους) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342