κοκκολογώ
(ρ.)
κοκκολογώ
[kokoˈloɣo]
Σινασσ., Τζαλ.
Μεταγν. ρ. κοκκολογέω-ῶ = κοσκινίζω κόκκους σιταριού.
Μαζεύω κόκκους ή ρώγες σταφυλιού
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Ήρθεν το πουλίτσι να κοκκολογήσει
(Ήρθε το πουλάκι να τσιμπολογήσει κόκκους)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342