ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεσμέ (I) (ουσ. ουδ.) τσ̑εσ̑μέ [tʃeʃˈme] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Τροχ., Τσελτ., Φλογ. τσ̑ο̈σμέ [tʃøzˈme] Σίλ., Τσαρικ., Φλογ. τσ̑οσμέ [tʃoˈzme] Τροχ. τσ̑οσ̑μέν [tʃoˈʃmen] Σίλ. τσ̑οσ̑μα̈́ [tʃoˈʃmæ] Μισθ. τσ̑οσμά [tʃozˈma] Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ. Από το νεότ. ουσ. τσεσμές (γρ. τζεσμές) (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.265 «Ηὗρε τοὺς δρόμους, τὸν τζεσμέ, ἔφθασε εἰς τὴν λίμνη»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çeşme = βρύση, κρήνη.
Βρύση ό.π.τ. : Η Στρατούλα η κόρη σ' πού έν' και ήρτες εσύ 'ς το τσοσμά; (Η Στρατούλα η κόρη σου πού είναι και ήρθες εσύ στη βρύση;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Με κούμια το νερό ερχόταν σα τσ̑εσ̑μέδια (Με σωλήνες το νερό ερχόταν στις βρύσες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πήιν ηύριν λίου λερό απ' του τσ̑οσ̑μα̈́, έπγι (Πήγε, βρήκε λίγο νερό από τη βρύση, ήπιε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μητέρα σας τσ̑öσμέν 'νι (Η μητέρα σας είναι στη βρύση) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Βγ̇αίν’ ασο τσ̑öσμέ μέσα ένα ντέβ' (Βγαίνει από τη βρύση μέσα ένας γίγαντας) Φλογ. -ΚΜΣ-CD Κειόσανμαι ’ς το εργοστάσιο που βγάισ̑καν τσ̑εσ̑μέια (Ήμουν στο εργοστάσιο που έβγαζαν βρύσες) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Το τσ̑εσ̑μέ σ' αχτίζ’ κρασ̑ί (Η βρύση σου βγάζει κρασί) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Tσ̑οσ̑μέν κιφάλι (Κεφαλόβρυσο˙ πηγή με πολύ νερό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Λερού το λαγήν' τσ̑εσ̑μεριού το στράτα τσακούται (Του νερού το λαγήνι στης βρύσης τον δρόμο σπάζει˙ Η μεγάλη χρήση κάποιου αντικειμένου οδηγεί στη φθορά του και στην καταστροφή του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. πηγάδι :2, πηγή :2, μπινάρι :1