ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσερτσεβές (ουσ. αρσ.) τσ̑ερτσ̑ιβές [tʃertʃiˈves] Τελμ., Φάρασ. τσ̑ερτσ̑εβέ [tʃertʃeve] Μισθ., Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. τζερτζεβές (πβ. Διον. Φουρν. 1.1.16 «καὶ βάνοντάς το ἄντικρυ εἰς τὸ φῶς τοῦ παραθυρίου, ἢ εἰς γιαλί, ἢ εἰς τζερτζεβέν, φαίνονται καθαρὰ τὰ ἀνοίγματα»), το οπ. το τουρκ. ουσ. çerçeve = πλαίσιο ή παντζούρι παραθύρου, όπου και παλ. τύπ. (και διαλεκτ.) çerçive. Η λ. σε πολλές ν.ε. διαλ.
1. Πλαίσιο ή παντζούρι παραθύρου ό.π.τ. : Δεν ήξεραν τζάμι και τσερτσιβέδες, άνοιγαν τύρπες σα ντουβάρια. Κάπιν λέεσκαν την τύρπα (Δεν ήξεραν από τζάμια και κουφώματα, άνοιγαν τρύπες στους τοίχους. Κάπνη έλεγαν την τρύπα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Κατ' επέκτ., παράθυρο Μισθ.