τσερτσεβές
(ουσ. αρσ.)
τσ̑ερτσ̑ιβές
[tʃertʃiˈves]
Τελμ., Φάρασ.
τσ̑ερτσ̑εβέ
[tʃertʃeve]
Μισθ., Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. τζερτζεβές (πβ. Διον. Φουρν. 1.1.16 «καὶ βάνοντάς το ἄντικρυ εἰς τὸ φῶς τοῦ παραθυρίου, ἢ εἰς γιαλί, ἢ εἰς τζερτζεβέν, φαίνονται καθαρὰ τὰ ἀνοίγματα»), το οπ. το τουρκ. ουσ. çerçeve = πλαίσιο ή παντζούρι παραθύρου, όπου και παλ. τύπ. (και διαλεκτ.) çerçive. Η λ. σε πολλές ν.ε. διαλ.
1. Πλαίσιο ή παντζούρι παραθύρου
ό.π.τ.
:
Δεν ήξεραν τζάμι και τσερτσιβέδες, άνοιγαν τύρπες σα ντουβάρια. Κάπιν λέεσκαν την τύρπα
(Δεν ήξεραν από τζάμια και κουφώματα, άνοιγαν τρύπες στους τοίχους. Κάπνη έλεγαν την τρύπα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Κατ' επέκτ., παράθυρο
Μισθ.