τσεσαρετλούς
(επίθ.)
τσ̑εσαρετ͑λούς
[tʃesareˈtʰlus]
Αφσάρ.
τσ̑εσερετ͑λούς
[tʃesereˈtʰlus]
Φάρασ.
Θηλ.
τσ̑εσερετ͑λούσα
[tʃesereˈtʰlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. cesaretli = θαρραλέος.
Θαρραλέος
ό.π.τ.