ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεσβές (ουσ. αρσ.) τσ̑εσβάς [tʃeˈzvas] Φάρασ. τσεσβέ [tseˈzve] Αξ., Μισθ., Σινασσ. τζεσβέ [dzezˈve] Μισθ. τσ̑ασβά [tʃazˈva] Μισθ. Πληθ. τσεσβέδια [tseˈzveðʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. cezve (< αραβ. cawza(t)) = μπρίκι του καφέ. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Μπρίκι ό.π.τ. : Χέκι σου τσ̑ασβά λίου λερό να ζέσ' (Βάλε στο μπρίκι λίγο νερό να βράσει) Μποίκα γαϊφέ ’ς το τσεσβέ (Έκανα καφέ στο μπρίκι) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ιμπρίκι
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025