σουλφάτο
(ουσ. ουδ.)
σουλφάτο
[sulˈfato]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sulfato = θειικό άλας, κινίνο (Redhouse).
Κινίνο για την αντιμετώπιση του πυρετού
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025