σουλφάτο
(ουσ. ουδ.)
σουλφάτο
[sulˈfato]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sulfata = θειικό άλας, κινίνο, το οπ. από το γαλλ. sulfate de quinine (Κωστάκης 1977: 330).
Κινίνο για την αντιμετώπιση του πυρετού