ντολέκης
(επίθ.)
ντολέκης
[doˈlecis]
Σινασσ.
Θηλ.
ντολέκ̑’σα
[doˈleksa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. dölek = σοβαρός, αξιοπρεπής β) ήρεμος γ) βολικός δ) λείος.
1. Λογικός
Αντίθ
δίνω, ντελής, ταλιπουράνος, τσανός
2. Ήρεμος
Τροποποιήθηκε: 14/07/2025