γαργαλεύω
(ρ.)
γαργαλεύω
[ɣarɣaˈlevo]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
γαργαλέου
[ɣarɣaˈleu]
Φάρασ.
qανqαλεύω
[qaŋqaˈlevo]
Μαλακ.
Αόρ.
γαργάλεψα
[ɣarˈɣalepsa]
Γούρδ.
qανqάλιψα
[qaŋˈqalipsa]
Μαλακ.
Από το ρ. γαργαλίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -εύω.
β.
Ξύνω με το δάχτυλο
Αραβαν.
:
Γαργαλεύει τα δόνdια του
(Σκαλίζει τα δόντια του
)
Αραβαν.