ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαργαλεύω (ρ.) γαργαλεύω [ɣarɣaˈlevo] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. γαργαλέου [ɣarɣaˈleu] Φάρασ. qανqαλεύω [qaŋqaˈlevo] Μαλακ. Αόρ. γαργάλεψα [ɣarˈɣalepsa] Γούρδ. qανqάλιψα [qaŋˈqalipsa] Μαλακ. Από το ρ. γαργαλίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -εύω.
1. Γαργαλώ ό.π.τ. Συνών. γαργαλίζω, γιντικλαντίζω, γιτζικλαντίζω
β. Ξύνω με το δάχτυλο Αραβαν. : Γαργαλεύει τα δόνdια του (Σκαλίζει τα δόντια του ) Αραβαν.
2. Μτφ., ψαχουλεύω, ψάχνω Αραβαν. Συνών. αραντίζω, γιοκλαντίζω, ταρκουρώ, χλατώ