γαραλεμές
(ουσ. αρσ.)
γαραλεμές
[ɣaraleˈmes]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. karalama = α) μαύρισμα, μουτζούρωμα β) διαλεκτ., κακό μαντάτο γ) πιστοποιητικό θανάτου.
Kακό μαντάτο
:
Νά 'ρθει ο γαραλεμές!
(Να σου έρθει κακό μαντάτο· αρά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327