ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαραλεμές (ουσ. αρσ.) γαραλεμές [ɣaraleˈmes] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. karalama = α) μαύρισμα, μουτζούρωμα β) διαλεκτ., κακό μαντάτο γ) πιστοποιητικό θανάτου.
Kακό μαντάτο : Νά 'ρθει ο γαραλεμές! (Να σου έρθει κακό μαντάτο· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Αντίθ μουζντές
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025