γαπλίχι
(ουσ. ουδ.)
γαπλι̂́χι
[ɣaˈplɯxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kaplık = α) κάλυμμα, ντύμα β) ράφι για οικιακά σκεύη.
Πιατοθήκη