γιορτάσι
(ουσ. ουδ.)
γιορτάσι
[ʝorˈtasi]
Σεμέντρ.
Από το απαρ. ἑορτάσειν > γιορτάσειν του ρ. γιορτάζω.
Γιορτή, χαρμόσυνη εκδήλωση με θρησκευτική ή τελετουργική σημασία
Συνών.
γιορτή :1