ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιορντίζω (ρ.) γιορντίζου [ʝorˈdizu] Μισθ. γιορντούζω [ʝorˈduzo] Αξ. γιορντώ [ʝorˈdo] Μαλακ. Αόρ. γιόρσα [ˈʝorsa] Μαλακ., Μισθ. Από το τουρκ. ρ. yormak = κουράζω. Πβ. γιορουλντίζω
1. Koυράζω, καταπονώ κάποιον ό.π.τ. Συνών. κουράζω :1
2. Μτφ., κουράζω, ζαλίζω, «πρήζω» κάποιον Μισθ. : Αγλαΐ-αγλαΐ γιόρσις μι (Με το κλάψε-κλάψε με κούρασες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιόρσι μι μάνα μ', να πάου να 'ου πάρου, να πάου να 'ου πάρου (Με έπρηξε η μάνα μου, να πάω να το πάρω, να πάω να το πάρω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πβ. σοϊλετίζω :2