γιορντίζω
(ρ.)
γιορντίζου
[ʝorˈdizu]
Μισθ.
γιορντούζω
[ʝorˈduzo]
Αξ.
γιορντώ
[ʝorˈdo]
Μαλακ.
Αόρ.
γιόρσα
[ˈʝorsa]
Μαλακ., Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. yormak = κουράζω.
Πβ.
γιορουλντίζω
2. Μτφ., κουράζω, ζαλίζω, «πρήζω» κάποιον
Μισθ.
:
Αγλαΐ-αγλαΐ γιόρσις μι
(Με το κλάψε-κλάψε με κούρασες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιόρσι μι μάνα μ', να πάου να 'ου πάρου, να πάου να 'ου πάρου
(Με έπρηξε η μάνα μου, να πάω να το πάρω, να πάω να το πάρω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πβ.
σοϊλετίζω :2