ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραντίζω (ρ.) ρανdίζω [ran'dizo] Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. ρανdίζω [ran'dɯzo] Αξ. ρανdίζου [ran'dizu] Τσουχούρ., Φάρασ. ρανdζ̑ίζω [ran'dʒizo] Αραβαν., Γούρδ. γρανdίζω [ɣran'dizo] Τσουχούρ. ρανdώ [ran'do] Αραβαν., Σινασσ., Φερτάκ. Παρατατ. ράdιζα [ˈradiza] Μισθ. Προστ. ράντσε [ˈrantse] Αξ. Παθ. Αόρ. ρανdίστα [ran'dista] Κίσκ., Φάρασ. γρανdίστα [ɣran'dista] Τσουχούρ. Προστ. Πληθ. ρανdιστήτε [randi'stite] Φάρασ. Μτχ. ρανdισμένο [ran'dizmeno] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. ῥαντίζω (< ῥαντός < αρχ. ῥαίνω).
1. Περιβρέχω με νερό ή άλλο υγρό, ψεκάζω Αξ., Γούρδ., κ.α., Μισθ., Φάρασ., Φερτάκ. : Ραντίζου ντ΄αμπέλι μ' (ψεκάζω το αμπέλι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Πίνκανε τα ζα, ραντίζαμε το σπίτι, τον σταύκο και μαγειρεύκαμε με το νερό από το ποτάμι (Πίνανε τα ζώα, ραντίζαμε το σπίτι, τον στάβλο και μαγειρεύαμε με το νερό από το ποτάμι) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ρανdίσκανι το σπίτι, το στάβκου, τη γωνία (Ράντιζαν (ενν. με τον αγιασμό) το σπίτι, το στάβλο, την αποθήκη) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Σκορπίζω Αξ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Τ' χορταριά ας το ρανdίσουμ' (Τη θημωνιά ας τη σκορπίσουμε στο αλώνι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα 'ίδα γρανdίστανι σα ρουσ̑ία (Τα κατσίκια σκορπίστηκαν στα βουνά) Τσουχούρ. -Dawk. Ραντιζούσανdε σα σπίτα̈ τουν (Σκορπίζονταν στα σπίτια τους) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ε, ονικιλέροι, σταθείτε, μη ραντίζεστε! (Ε, δημογέροντες, σταθείτε, μη σκορπίζεστε, μη διαλύετε τη συνέλευση) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
3. Χαλώ, κατεδαφίζω Φάρασ. : Ρανdίστη ο σπήλος 'ποπέσου (Η σπηλιά εσωτερικά γκρεμίστηκε) Φάρασ. -Dawk. Ρανdισμένο εκκλεσία (Ερειπωμένη εκκλησία) Φάρασ. -Ανδρ. Αδού σου Σκαλικά ήτουν τζ̑' ραντισμένο γαλάς (Εδώ στο Σκαλικά ήταν κι ένας γκρεμισμένος πύργος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ράντ'σαν τον τοιέχο (Γκρέμισαν τον τοίχο) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Ασμ. Ράντ'σανε τα μνημόρε, βόρτσανε τα 'στε (Χάλασαν τα μνήματα, σκόρπισαν τα οστά) Φάρασ. -Κελεκ.
4. Ξαίνω μαλλί Αξ. : Το μαλλί ράντσε το (το μαλλί ξέσε το) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.