ξαίνω
(ρ.)
ξαίνω
[ˈkseno]
Αξ., Σινασσ.
ξάνω
[ˈksano]
Σινασσ., Φλογ.
ξανίσκω
[ksaˈnisko]
Σινασσ.
ξανίσ̑κω
[ksaˈniʃko]
Φλογ.
ξανίγω
[ksaˈniɣo]
Μαλακ.
Παρατατ.
ξάνισ̑κα
[ˈksaniʃka]
Φλογ.
Αόρ.
ἐξανα
[ˈeksana]
Μαλακ., Φλογ.
Υποτ.
ξέσω
[ˈkseso]
Αξ.
Από το αρχ. ρ. ξαίνω. Ο τύπ. ξανίγω παρετυμολ. από το ρ. ανοίγω.
3. Κάνω ξεσκλίδια λόγω παλαιότητας
Φλογ.
:
Τα τσόλια τ' έξανεν τα
(Τα ρούχα του τα πάλιωσε, τα έλιωσε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361