ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξαίνω (ρ.) ξαίνω [ˈkseno] Αξ., Σινασσ. ξάνω [ˈksano] Σινασσ., Φλογ. ξανίσκω [ksaˈnisko] Σινασσ. ξανίσ̑κω [ksaˈniʃko] Φλογ. ξανίγω [ksaˈniɣo] Μαλακ. Παρατατ. ξάνισ̑κα [ˈksaniʃka] Φλογ. Αόρ. ἐξανα [ˈeksana] Μαλακ., Φλογ. Υποτ. ξέσω [ˈkseso] Αξ. Από το αρχ. ρ. ξαίνω. Ο τύπ. ξανίγω παρετυμολ. από το ρ. ανοίγω.
1. Ξαίνω το μαλλί με τα χέρια ή με ειδικό τοξοειδές εργαλείο ό.π.τ. Συνών. γραίνω, λαναρίζω, ραντίζω
2. Σκορπίζω Φλογ. Συνών. ραντίζω
3. Κάνω ξεσκλίδια λόγω παλαιότητας Φλογ. : Τα τσόλια τ' έξανεν τα (Τα ρούχα του τα πάλιωσε, τα έλιωσε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361