ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλιώνω (ρ.) π͑αλιώνω [pʰaˈʎono] Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ. παλιώνου [paˈʎonu] Μαλακ., Μισθ. Αόρ. π͑άλιωσα [ˈpʰaʎosa] Αξ., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ. πάλιουσα [ˈpaʎusa] Μισθ., Σίλ. πάλουσα [ʹpalusa] Φάρασ. Προστ. Εν. πάλιω [ˈpaʎo] Ουλαγ. Πληθ. παλιώσετ' [paˈʎoset] Ουλαγ. παλιώτ' [paˈʎot] Ουλαγ. Παθ. παλιούμαι [paˈʎume] Αραβαν., Γούρδ. παλιώμαι [paˈʎome] Ουλαγ. παλούμαι [paˈlume] Φάρασ. Αόρ. παλιώρα [paˈʎora] Αραβαν. παλιώχα [paˈʎoxa] Γούρδ., Ουλαγ. παλώθα [paʹloθa] Φάρασ. Υποτ. παλιωρώ [paʎoˈro] Αραβαν. Μτχ. παλιωμέν' [paʎoˈmen] Γούρδ. Από το νεότ. παλιώνω από το μεσν. παλαιώνω (με συνίζ.) από το αρχ. παλαιῶ με μεταπλ. σε -ώνω με βάση το θ. του αορ.
1. Αμτβ. και μεσοπαθ., φθείρομαι με το πέρασμα του χρόνου και τη χρήση ό.π.τ. : Το ζουbούνι τ' παλιώρη (Το ρούχο του πάλιωσε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τὄναν dο πρόσωπο τ' πάλιωσεν, έκλωσεν και τ’ άλλο το πρόσωπο τ'· πάλιωσεν gι εκείνο (Η μία πλευρά (του στρώματος) πάλιωσε, γύρσε και την άλλη πλευρά· πάλιωσε κι εκείνη) Αξ. -Dawk. Ήρταν τα σεράνdα τα κλέφτ'· πάλιωσεν τοὐνανού το κουνdούρα (Ήρθαν οι σαράντα κλέφτες· του ενός πάλιωσε το παπούτσι) Σίλατ. -Dawk. Σκουντούρες μου πάλιουσ̑ασι (Οι παντόφλες μου πάλιωσαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πάλιουσαν ντα γούνdουρ-ι-μ' (Πάλιωσαν τα παπούτσια μου) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Καινούργιο καθαρό κόσκινον, πού να σε κρεμάσω, και σαν παλιώσεις, πού να σε πετάξω! (Καινούργιο κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού να σε πετάξω˙ Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω· η χαρά για κάτι καινούργιο κρατά λίγο) Σινασσ. -Αρχέλ. Το τεζέ μ' το κόσ̑κινο, πού να σε κρεμάσω, κι όνdενε που παλιωρείς, πού να σε πετάσω! (Το καινούργιο το κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού να σε πετάξω˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Μτβ., φθείρω κάτι από την πολλή χρήση Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Έμα έβγα ’μπάλιωσες τα παπούτζ̑α σ’ (Με το πήγαιν' έλα πάλιωσες τα παπούτσια σου) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Εγώ απ' εσέ ντυό ιμέτια περ'σσά π͑άλιωσα (Εγώ σε σύγκριση με σένα δύο πουκάμισα περισσότερα πάλιωσα˙ έχω περισσότερη πείρα από σένα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ξαίνω :3
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025