παλιώνω
(ρ.)
π͑αλιώνω
[pʰaˈʎono]
Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ.
παλιώνου
[paˈʎonu]
Μισθ.
Αόρ.
π͑άλιωσα
[ˈpʰaʎosa]
Αξ., Γούρδ., Σίλατ.
πάλιουσα
[ˈpaʎusa]
Μισθ., Σίλ.
Προστ. Εν.
πάλιω
[ˈpaʎo]
Ουλαγ.
Πληθ.
παλιώσετ'
[paˈʎoset]
Ουλαγ.
παλιώτ'
[paˈʎot]
Ουλαγ.
Παθ.
παλιούμαι
[paˈʎume]
Αραβαν., Γούρδ.
παλιώμαι
[paˈʎome]
Ουλαγ.
παλούμαι
[paˈlume]
Φάρασ.
Αόρ.
παλιώρα
[paˈʎora]
Αραβαν.
παλιώχα
[paˈʎoxa]
Γούρδ., Ουλαγ.
Υποτ.
παλιωρώ
[paʎoˈro]
Αραβαν.
Μτχ.
παλιωμέν'
[paʎoˈmen]
Γούρδ.
Από το νεότ. παλιώνω από το μεσν. παλαιώνω (με συνίζ. για την αποφυγή της χασμωδίας) από το αρχ. παλαιῶ με μεταπλ. σε -ώνω με βάση το θ. του αορ.
1. Φθείρομαι με το πέρασμα του χρόνου και τη χρήση
ό.π.τ.
:
Το ζουbούνι τ' παλιώρη
(Το ρούχο του πάλιωσε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πάλιουσαν ντα γούνdουρ-ι-μ'
(Πάλιωσαν τα παπούτσια μου)
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Καινούργιο καθαρό κόσκινον, πού να σε κρεμάσω, και σαν παλιώσεις, πού να σε πετάξω!
(Το καινούργιο το κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού να σε πετάξω˙ Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το τεζέ μ' το κόσ̑κινο, πού να σε κρεμάσω, κι όνdενε που παλιωρείς, πού να σε πετάσω!
(Το καινούργιο το κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού να σε πετάξω˙ Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Φθείρω κάτι από την πολύ χρήση
Αξ., Μισθ.
:
|| Παροιμ.
Εγώ απ' εσέ ντυό γ̑μέτια περ'σσά π͑άλιωσα
(Εγώ σε σύγκριση με σένα δύο πουκάμισα περισσότερα πάλιωσα˙ Εγώ έχω περισσότερη πείρα από σένα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.