ξαστεριά
(ουσ. θηλ.)
ξαστεριά
[ksasteˈrʝa]
Σινασσ.
ξαστρία
[ksas'tria]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ξαστεριά, το οπ. από το μεσν. ουσ. ἐξάστερον = οι Πλειάδες και το παραγωγ. επίθμ. -ία> -ιά.
Ξαστεριά
ό.π.τ.
:
Δεν ήξευρε πού βρίσκεται· στην ξαστεριά είδεν ένα χαλασμένο χάν’
(Δεν ήξερε πού βρίσκεται· μέσα στην ξαστεριά είδε ένα ερειπωμένο χάνι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.