ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξαστεριά (ουσ. θηλ.) ξαστεριά [ksasteˈrʝa] Σινασσ. ξαστρία [ksas'tria] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ξαστεριά, το οπ. από το μεσν. ουσ. ἐξάστερον = οι Πλειάδες και το παραγωγ. επίθμ. -ία> -ιά.
Ξαστεριά ό.π.τ. : Δεν ήξευρε πού βρίσκεται· στην ξαστεριά είδεν ένα χαλασμένο χάν’ (Δεν ήξερε πού βρίσκεται· μέσα στην ξαστεριά είδε ένα ερειπωμένο χάνι) Σινασσ. -Αρχέλ.