ντελής
(επίθ.)
ντελή
[deˈlis]
Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
νταλή
[daˈli]
Μισθ.
Νεότ. επίθ. ντελής (Λεξ. Κριαρ.), από το τουρκ. επίθ. deli = α) τρελός, παρανοϊκός β) εκκεντρικός γ) απερίσκεπτος, προπετής δ) γενναίος, ηρωικός ε) επικίνδυνα δυνατός.
2. Ριψοκίνδυνος, παράτολμος
Μισθ.