ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντελής (επίθ.) ντελή [deˈlis] Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ. νταλή [daˈli] Μισθ. Νεότ. επίθ. ντελής (Λεξ. Κριαρ.), από το τουρκ. επίθ. deli = α) τρελός, παρανοϊκός β) εκκεντρικός γ) απερίσκεπτος, προπετής δ) γενναίος, ηρωικός ε) επικίνδυνα δυνατός.
1. Τρελός ό.π.τ. : Ντελιού του παιγιού το τσαμούζ' τι στέκεται εdού ας ντο κόψουμ' (Το βουβάλι του τρελού παιδιού που στέκεται εδώ, ας το σφάξουμε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. δίνω, τρελός, τσανός
2. Ριψοκίνδυνος, παράτολμος Μισθ.